Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ο ένας επάνω στον

  • 1 ανησυχήσαμε!

    Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);

    άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;

    λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;

    χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;

    δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;

    τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;

    απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;

    εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;

    μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;

    ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;

    ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;

    ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;

    ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;

    εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;

    ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;

    αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;

    ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;

    ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;

    ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;

    Федот, да не тот;
    2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;

    ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;

    ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;

    ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;

    2) другой; иной;

    κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;

    καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;

    ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;

    ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;

    φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;

    σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;

    ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;

    ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;

    ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;

    ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;

    ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;

    ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;

    ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;

    ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;

    ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;

    б) в среднем;

    τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανησυχήσαμε!

См. также в других словарях:

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκλαστα — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών: πρόκειται για ασβεστονατριούχους αστρίους, και είναι πολύ διαδομένα στα εκρηξιγενή, ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα. Τα π. αποτελούνται από ισόμορφο παράμειξη δύο ορυκτών: αλβίτη (NaAlSi3O8) και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»